διϊχνεύω

Revision as of 13:49, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A track out, Plb.4.68.3, Opp.H.3.37.

Spanish (DGE)

recorrer siguiendo un rastro c. ac. δολιχὸν πόρον Opp.H.3.37, c. giro prep. περὶ τὰς προνομείας Plb.4.68.3.

Greek Monolingual

διιχνεύω (Α) ιχνεύω
ανιχνεύω σε όλη την έκταση, αναζητώ με επιμονή όπως ο σκύλος τα ίχνη.

Russian (Dvoretsky)

διϊχνεύω: выслеживать, разведывать (περί τινος Polyb.).