διέκδυσις

Revision as of 15:06, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A means of escape, δ. μυῶν mouse-holes, Ath.3.98d, cf. Plu.Sert. 13.

German (Pape)

[Seite 618] ἡ, Ausweg, Ausflucht, Plut. Sertor. 13; μυῶν, Schlupfwinkel, Ath. III, 98 d.

Greek (Liddell-Scott)

διέκδῠσις: -εως, ἡ, μέσον ἐκφυγῆς, δ. μυῶν, «ποντικότρυπα», «ποντικοφωλεά», Ἀθήν. 98D. 2) ὑπεκφυγή, τέχνασμα, Πλούτ. Σερτωρ. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
fuite, évasion.
Étymologie: διεκδύω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 evasión, huida Plu.Sert.13, Hsch., Eust.853.15.
2 medio de evasión, refugio μυῶν διεκδύσεις ratoneras Ath.98d.
3 capacidad de atravesar διὰ παντὸς πόρου τοῖς εἰδώλοις διέκδυσιν οὐκ ἀλόγως ἐπινοοῦμεν Epicur.Fr.[24.46] 15.

Greek Monolingual

διέκδυσις, η (AM) διεκδύω
1. μέσο διαφυγής
2. τέχνασμα, υπεκφυγή
3. φρ. «διέκδυσις μυών» — ποντικότρυπα.

Greek Monotonic

διέκδῠσις: -εως, ἡ, αποφυγή, διαφυγή, κρυψώνας, παράκαμψη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διέκδῠσις: εως ἡ ускользание: πάσης διεκδύσεως χρῆσθαι Plut. быть неуловимым (для врага).

Middle Liddell

διέκδῠσις, εως n [from διεκδύομαι
an evasion, Plut.