εἱμαρτός
English (LSJ)
ή, όν,
A fixed by fate, χρόνος Plu.Alex.30, cf. Epigr.Gr.339; τὸ ἐπὶ πάντων ἀνθρώπων εἱ. IG12(7).396.21 (Amorgos, ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 730] durchs Schicksal bestimmt, Plut. Alex. 30.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
marqué par le destin.
Étymologie: cf. εἵμαρται.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
fatal, inevitable, dictado por el destino χρόνος Plu.Alex.30, cf. Synes.Prouid.1.18, τὴν εἱμαρτὴν ταύτην σκηνήν de la vida, Procl.Opusc.1.60, cf. Orac.Chald.153, esp. ref. la muerte Μοίρης εἱμαρτῆς τὸ πτερόν Orac.Chald.130.1, c. dat. σῆμα ἐσορᾶς ... εἱμαρτὸ<ν> πᾶσιν IKyzikos 1.506.2 (imper.)
•neutr. subst. lo inevitable, la fatalidad συνβέβηκεν οὖν τὸ ἐπὶ πάντων ἀνθρώπων εἱμαρτόν ref. la muerte IG 12(7).396.21 (Amorgos II d.C.), cf. Eus.PE 6.6.16.
Greek Monolingual
εἱμαρτός, -ή, -όν (Α)
προκαθορισμένος από τη μοίρα.
Russian (Dvoretsky)
εἱμαρτός: [adj. verb. к μείρομαι назначенный судьбой, роковой (χρόνος Plut.).