εἵμαρται

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἵμαρται Medium diacritics: εἵμαρται Low diacritics: είμαρται Capitals: ΕΙΜΑΡΤΑΙ
Transliteration A: heímartai Transliteration B: heimartai Transliteration C: eimartai Beta Code: ei(/martai

English (LSJ)

εἵμαρτο, εἱμαρμένος, Εἱμαρμένη, v. μείρομαι.

Spanish (DGE)

v. μείρομαι.

French (Bailly abrégé)

v. μείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἵμαρται: εἵμαρτο, εἱμαρμένος, ἴδε τὸ ῥῆμα μείρομαι.

English (Autenrieth)

see μείρομαι.

Greek Monolingual

εἵμαρται (Α)
είναι προορισμένο να συμβεί, είναι γραφτό της μοίρας.

Greek Monotonic

εἵμαρται: εἵμαρτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του μείρομαι· μτχ. εἱμαρμένος.

Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)

(see also: μείρομαι) it is appointed