εἵμαρται
From LSJ
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ᾽ ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ᾽ ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
English (LSJ)
εἵμαρτο, εἱμαρμένος, Εἱμαρμένη, v. μείρομαι.
Spanish (DGE)
v. μείρομαι.
French (Bailly abrégé)
v. μείρομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἵμαρται: εἵμαρτο, εἱμαρμένος, ἴδε τὸ ῥῆμα μείρομαι.
English (Autenrieth)
see μείρομαι.
Greek Monolingual
εἵμαρται (Α)
είναι προορισμένο να συμβεί, είναι γραφτό της μοίρας.
Greek Monotonic
εἵμαρται: εἵμαρτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του μείρομαι· μτχ. εἱμαρμένος.
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also: μείρομαι) it is appointed