δαμασικόνδυλος

Revision as of 16:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A conquering with the knuckles, Eup.408.

Greek (Liddell-Scott)

δαμασικόνδυλος: -ον, ὁ καταβάλλων καὶ νικῶν διὰ τῶν κονδύλων ἢ γρόνθων, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 84.

Greek Monolingual

δαμασικόνδυλος, -ον (Α)
όποιος με γροθιές νικά τον αντίπαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + κόνδυλος «γροθιά». (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].