βωτιάνειρα

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωτῐάνειρα Medium diacritics: βωτιάνειρα Low diacritics: βωτιάνειρα Capitals: ΒΩΤΙΑΝΕΙΡΑ
Transliteration A: bōtiáneira Transliteration B: bōtianeira Transliteration C: votianeira Beta Code: bwtia/neira

English (LSJ)

[ᾰν], ἡ, (βόσκω) man-feeding, nurse of heroes, epithet of fruitful countries, Il.1.155; χθών h.Ap.363, Hes.Cat.Oxy.1369 Fr. 1.16. βωτίον· σταμνίον, Hsch.

Spanish (DGE)

-ας
• Grafía: graf. βουτι- Hsch.
• Prosodia: [-ᾰ-]
nodriza de varones epít. de Ftía Il.1.155, Colluth.220, Ἑλλάδι βωτιανείρᾳ Alcm.77, χθών h.Ap.363, h.Ven.265, Hes.Fr.165.16, cf. Lyr.Adesp.337.4S.

German (Pape)

[Seite 469] Männer-, Heldennährerin, Hom. einmal, Iliad. 1, 155 ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βωτιανείρῃ; – χθών H. h. Ap. 363; Ven. 266.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj.
nourrice de héros (la Phthie).
Étymologie: βόσκω, ἀνήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωτιάνειρα -ης βόσκω, ἀνήρ als adj. (van de aarde) mannen voedend.

Russian (Dvoretsky)

βωτιάνειρα: adj. f питающая мужей, плодородная (Φθίη Hom.; χθών HH).

Frisk Etymological English

βώτωρ etc.
See also: s. βόσκω.

Middle Liddell

βόσκω, ἀνήρ
man-feeding, nurse of heroes, Il.

English (Autenrieth)

nourishing heroes, Il. 1.155†.

Greek Monolingual

βωτιάνειρα, η (Α)
(για χώρα) αυτή που τρέφει άντρες, η λεβεντογέννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βωτι- (< βόσκω), με εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο- + -άνειρα, θηλ. του ανήρ. Η λ. βωτιάνειρα ανήκει στην κατηγορία των αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν συνήθως ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -τι- ή - (σ) ι- (πρβλ. αλεξίκακος, αερσίλοφος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.). Η λ. αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. dāti-vāra «αυτή που δίνει θησαυρούς»].

Greek Monotonic

βωτῐάνειρα: ἡ (βόσκω, ἀνήρ), αυτή που τρέφει άντρες, τροφός των ηρώων (λέγεται για τις εύφορες χώρες), σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

βωτιάνειρα: ἡ, (βόσκω), ἡ ἄνδρας τρέφουσα, τροφὸς ἡρώων, ἐπίθ. καρποφόρων χωρῶν, οἷον τῆς Φθίας, Ἰλ. Α.155, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 363.

Frisk Etymology German

βωτιάνειρα: βώτωρ usw.
{bōtiáneira}
See also: s. βόσκω.
Page 1,280