δίαρμα

Revision as of 16:26, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό, (διαίρω)

   A passage by sea, Plb.10.8.2, Agathem.3.13; crossing of a channel, Str.4.5.2.    II elevation of style, ὄγκος καὶ δ. Plu.2.853c, Longin.12.1; δ. ψυχῆς λαβεῖν D.L.9.7.    III = κούφισμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 599] τό, 1) die Erhebung des Styls, Longin. 12, 1; Plut., der es mit ὄγκος vrbdt, Aristoph. et Men. comp. 1; τῆς ψυχῆς, D. L. 9, 5. – 2) das Ueberfahren, πελάγιον, Seereise, Pol. 10, 8; Ueberfahrtsort, Strab. IV p. 199.

Greek (Liddell-Scott)

δίαρμα: -ατος, τό, (διαίρω) θαλασσοπορία, διὰ θαλάσσης ταξείδιον, Πολύβ. 10. 8, 2· διάβασις διὰ πορθμοῦ, πέρασμα, Στράβων 199. ΙΙ. ὕψος (λόγου), πρβλ. Πλούτ. 2. 165C, Λογγῖν. 12. 1, Κλήμ. Ἀλ. 858· δ. ψυχῆς λαβεῖν Διογ. Λ. 9. 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
élévation (de l’âme, du style).
Étymologie: διαίρω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1travesía, ruta πελάγιον Plb.10.8.2, τέτταρα δ' ἐστὶ διάρματα para cruzar del continente a Britania, Str.4.5.2.
2 distancia τὰ διάρματα δ' οὐκ εὐκρινῶς λέγεται Plb.34.11.10, ἔστι δ' ἀπὸ Ῥόδου δ. εἰς Ἀλεξάνδρειαν ... τετρακισχιλίων που σταδίων Str.2.5.24, cf. 6.3.5, τοῦ δὲ στόματος ἔχει τὸ δ. σταδίους ͵α Agathem.3.13.
II 1fortificación, acción de fortificar c. gen. Τύρου Aq.2Re.24.7.
2 fig. elevación del estilo ὄγκος καὶ δ. Plu.2.853c, κεῖται τὸ μὲν ὕψος ἐν διάρματι lo sublime reside en la elevación Longin.12.1, τῆς εὐχῆς Clem.Al.Strom.7.7.45, ψυχῆς D.L.9.7, Cleonid.Harm.13, Procop.Gaz.M.87.2296D, cf. Origenes Io.10.23, de los pensamientos del Espíritu Santo representados por las alas de una paloma, Didym.Gen.46.8.
3 fig. alivio Hsch.

Greek Monolingual

το (Α δίαρμα)
νεοελλ.
η απόσταση που ένα πλοίο διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια
αρχ.
1. θαλάσσιο ταξίδι
2. πέρασμα από πορθμό
3. (για λόγο) έμφαση, ύψος
4. έξαρση ψυχική.

Russian (Dvoretsky)

δίαρμα: ατος διαίρω τό
1) подъем (ὄγκος καὶ δ., sc. τοῦ λόγου Plut.; ψυχῆς Diod.);
2) переезд (δ. πελάγιον, Polyb.).