θυράζω

Revision as of 16:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

aor. inf. θυράξαι,

   A thrust out of doors, Hsch.

Greek Monolingual

θυράζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) σπρώχνω έξω από τη θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. Αβέβαιος τ., για την ύπαρξη του οποίου συνηγορεί η γλώσσα του Ησύχ. θυράγματα
αφοδεύματα].