παλίρροιβδος

Revision as of 18:18, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A dashing back with a roar, Opp. H.5.220 (v.l. πᾰλίρ-ροιζος).

Greek (Liddell-Scott)

παλίρροιβδος: -ον, ὁ ὁρμῶν ὀπίσω μετὰ ῥοίβδου, μετὰ μεγάλης βοῆς, πιθ. γραφ. ἐν Ὀππ. Ἁλ. 5. 220, Λυκόφρ. 380.

Greek Monolingual

παλίρροιβδος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω με μεγάλη βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥοῖβδος «θορυβώδης κίνηση»].