τεινεσμός
English (LSJ)
ὁ, (τείνω)
A a vain endeavour to evacuate, Hp.Aph.7.27, Epid.1.5 (pl.), Sor.2.12, Gal.8.383 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1080] ὁ, gespannter, harter Leib, Hartleibigkeit, Medic. u. Nic. Al. 382.
Greek Monolingual
και τηνεσμός, ο, ΝΑ
τάνυσμα, επώδυνη τάση για αφόδευση ή για ούρηση προκαλούμενη από ερεθισμό ή σπασμό του αντίστοιχου σφιγκτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός όρος σχηματισμένος από το θ. του ενεστ. του ρ. τείνω με επίθημα -εσμός, πιθ. αναλογικά προς το πιεσμός. Η γρφ. τηνεσμός παραμένει δυσερμήνευτη και είναι πιθ. εσφαλμένη].