ἐγκλύζω

Revision as of 19:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

fut. -ύσω,

   A rinse the inside of a thing, οἴνῳ with wine, D.S. 1.91.    2 soak, Dsc.5.75.    3 treat by clysters, τινά Id.4.154:— Pass., to be administered as a clyster or injection, Id.1.73, Eup.1.197, etc.

German (Pape)

[Seite 708] 1) inwendig ausspülen mit einem Klystier, Medic.; D. Sic. 1, 91. – 2) Einem ein Klystier beibringen, τινί, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκλύζω: μέλλ., -ύσω, πλύνω τὸ ἐσωτερικόν τινος, ἕτερος δὲ καθαίρει τῶν ἐγκοιλίων ἕκαστον ἐγκλύζων οἴνῳ φοινικείῳ καὶ θυμιάματι, περὶ τῶν ταριχευτῶν ἐν Αἰγύπτῳ, Διόδ. 1. 91. 2) θεραπεύω διὰ κλυσμάτων, ἐγκλύζουσι τοὺς ἰσχιδιακοὺς Διοσκ. 4. 158. ‒ Παθ., τίθεμαι ὡς κλύσμα, ὁ αὐτ. 1. 101, κτλ.

Spanish (DGE)

I lavar, bañar τὸν ἔνδεσμον en un proceso metalúrgico, Dsc.5.75.8.
II medic.
1 hay que limpiar por dentro τὸ ἕλκος Archig.69L., οἴνῳ en el proceso de momificación, D.S.1.91 (var.).
2 administrar con clister ἔλαιον θερμὸν ἐς τὰς ὑστέρας Hp.Mul.2.131
c. ac. del paciente administrar una lavativa a τούτῳ ἔγκλυζε τὸν πάσχοντα Gal.13.296, cf. Dsc.4.154, en v. pas. Dsc.1.73.3, Eup.1.197.

Greek Monolingual

(AM ἐγκλύζω)
πλένω το εσωτερικό
αρχ.
1. υγραίνω, μουσκεύω
2. θεραπεύω με υποκλυσμούς.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκλύζω: полоскать, промывать (οἴνῳ φοινικείῳ τι Diod.).