καθιππεύω

Revision as of 21:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A ride over, overrun with horse, τὰ πεδία Id.3.26, cf. Hdn.6.2.5; ride upon, οἶδμα Hymn.Is. 154; of fish, κῦμα κ. Opp.H.2.515:—Pass., of frozen rivers, to be ridden over, Arist.Mir.846b32, Hdn.6.7.6.    2 ride down, trample under foot, Ἀργείων στρατόν E.Ph.732.    3 conquer by means of a horse (i. e. the δούρειος ἵππος), Tryph.174.

German (Pape)

[Seite 1286] bereiten, darüber hinreiten, τὰ πεδία D. Hal. 3, 26; von Fischen, κῦμα καθιππεύουσιν Opp. Hal. 2, 515; bes. um zu plündern, Hdn. 6, 2, 14; wie καθιππάζομαι, überwältigen, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν Eur. Phoen. 739. – Pass. von Flüssen, ἐν πεδίου σχήματι καθιππεύονται, wenn sie gefroren sind, reitet man auf ihnen, wie auf dem Lande, Hdn. 6, 7, 15.

Greek (Liddell-Scott)

καθιππεύω: καθιππάζομαι, ἐπιτρέχωδιατρέχω διὰ τοῦ ἱππικοῦ, τὰ πεδία Διον. Ἁλ. 3. 26, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 6. 2· ἐπὶ ἰχθύος, κῦμα καθ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 515: - Παθ. ποταμοὶ καθιππεύονται, ἐπὶ πεπηγότων ποταμῶν οὓς διέρχεταί τις ἔφιππος, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἡρῳδιαν. 6. 7 2) ὁρμῶ ἔφιππος κατά τινος, τί δ’, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατῶν; «τί δέ, εἰ ἔφιπποι ὁρμήσαιμεν ἐπὶ τὸν στρατὸν τῶν Ἀργείων;» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 732.

Greek Monolingual

καθιππεύω (Α)
1. διατρέχω έφιππος
2. (για ψάρι) περνώ πάνω από..., καβαλικεύω, πηδώ («κῡμα καθιππεύουσι», Οππ.)
3. καταβάλλω κάποιον με έφιππη προσβολή («τί δ' εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν;», Ευρ.)
4. παθ. καθιππεύομαι
(για παγωμένους ποταμούς) είναι δυνατόν να μέ διαβεί κανείς έφιππος («ποταμοί καθιππεύονται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱππεύω (< ἵππος)].

Greek Monotonic

καθιππεύω: μέλ. -σω, = καθιππάζομαι 2, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθιππεύω:
1) проноситься верхом, проезжать на конях: ποταμοὶ ὑπὸ κρύους παγέντες καθιππεύονται Arst. по застывшим от мороза рекам ездят на лошадях;
2) опрокидывать конной атакой, смять конницей (Ἀργείων στρατόν Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθιππεύω [κατά, ἱππεύω] onder de voet lopen.

Middle Liddell

fut. σω = καθιππάζομαι, 2, Eur.]