νεόσφακτος

Revision as of 22:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A newly shed, ν. αἷμα Arist.HA581b2.

German (Pape)

[Seite 245] = νεοσφαγής, αἷμα, Arist. H. A. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

νεόσφακτος: -ον, = νεοσφαγής, ν. αἷμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6· - ὡσαύτως νεόσφαξ, αγος, ὁ, ἡ, Νικ. παρ’ Ἀθην. 126Β.

Greek Monolingual

νεόσφακτος, -ον (Α)
1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα
2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα («τοῦτο δὲ ἐστιν αἷμα οἷον νεόσφακτον», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

νεόσφακτος: свежепролитый, т. е. свежий (αἷμα Arst.).