νεόσφακτος

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόσφακτος Medium diacritics: νεόσφακτος Low diacritics: νεόσφακτος Capitals: ΝΕΟΣΦΑΚΤΟΣ
Transliteration A: neósphaktos Transliteration B: neosphaktos Transliteration C: neosfaktos Beta Code: neo/sfaktos

English (LSJ)

νεόσφακτον, newly shed, ν. αἷμα Arist.HA581b2.

German (Pape)

[Seite 245] = νεοσφαγής, αἷμα, Arist. H. A. 7, 1.

Russian (Dvoretsky)

νεόσφακτος: свежепролитый, т. е. свежий (αἷμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόσφακτος: -ον, = νεοσφαγής, ν. αἷμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6· - ὡσαύτως νεόσφαξ, αγος, ὁ, ἡ, Νικ. παρ’ Ἀθην. 126Β.

Greek Monolingual

νεόσφακτος, -ον (Α)
1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα
2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα («τοῦτο δὲ ἐστιν αἷμα οἷον νεόσφακτον», Αριστοτ.).