πολυαχθής

Revision as of 09:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A very grievous, Τρώων πεδίον Q.S.3.421; λιμός Id.10.38, cf. Sch.Nic.Al. 322.

German (Pape)

[Seite 660] ές, sehr lästig; λιμός, Qu. Sm. 10, 38; Schol. Nic. Al. 321.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαχθής: -ές, λίαν βαρύς, ὀλέθριος, λιμός Κόϊντ Σμ., 10. 38.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριοςπολυαχθής λιμός», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυ-αχθής].