επαχθής

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

-ές ἐπαχθής (AM)
βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι»)
αρχ.
1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.)
2. το θηλ. ως ουσ.ἐπαχθής
γιορτή της Δήμητρας στη Βοιωτία
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές
ενόχληση, οχληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθος «φορτίο, βάρος»].