προδιασυνίστημι

Revision as of 09:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A narrate before, Sch.Il.2.718.

German (Pape)

[Seite 715] (s. ἵστημι), vorher zusammenstellen, Schol. Il. 2, 35. 225.

Greek (Liddell-Scott)

προδιασυνίστημι: διασυνίστημι, διευθετῶ πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 225 (718).

Greek Monolingual

Α
αναπτύσσω με σαφήνεια, αφηγούμαι κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διασυνίστημι «αναπτύσσω κάποιο θέμα με σαφήνεια»].