κολαστήριος

Revision as of 10:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A = κολαστικός, δύναμις Ph.1.269, al.    II Subst. κολαστήριον, τό, house of correction, Luc.Nec.14, VH2.30.    2 instrument of correction, κολαστήρια θαλάσσης, of the whips of Xerxes, Plu.2.342f.    3 = κόλασμα, X.Mem.1.4.1.

German (Pape)

[Seite 1472] zum Strafen aehörig; Sp.; τὸ κολαστήριον, Züchtigungsort, Folterplatz, Richtplatz, Sp., wie Synes.; Züchtigungsmittel; οὐδὲ μάστιγες οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια θαλάσσης Plut. de Aler. tort. 2, 12; vgl. Xen. Mem. 1, 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κολαστήριος: -ον, = κολαστικός, Ἐκκλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κολαστήριον, τό, σωφρονιστήριος οἶκος, Λουκ. Νεκυομ. 14. 2) ὄργανον σωφρονιστήριονβασανιστήριον, Πλούτ. 2. 342Ε. 3) καθόλου, = κόλασμα, κόλασις, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 1.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM κολαστήριος, -ία, -ον και -ος -ον) κολαστήρ
1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ' αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρίακολαστήριος δύναμις», Φιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν)
α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού («ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον», Λουκιαν.)
β) όργανο βασανισμού («κολαστήρια θαλάσσης» — οι μαστιγώσεις της θάλασσας από τον Ξέρξη, Πλούτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τιμωρία, κολασμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολαστήριος -α -ον [κολάζω] straf-; subst. τὸ κολαστήριον bestraffing; plaats van bestraffing.