συνενθουσιάζω

Revision as of 12:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

English (LSJ)

   A to be inspired and rave together, of the Bacchae, D.S.4.3.

German (Pape)

[Seite 1014] mit od. zugleich begeistert sein, begeistert sprechen u. handeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνενθουσιάζω: ἐνθουσιῶ ὁμοῦ, μετέχω τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Διόδ. 4. 3· ― οὕτω, συνενθουσιάω, Πολύβ. 38. 4, 7, Στράβ. 147, κτλ.· τινι, μετά τινος, Πλουτ. Κοριολ. 17· ἢ πρός τι πρᾶγμα, Λογγῖν. 13. 2.

Greek Monolingual

Α
(για τις Βάκχες) γίνομαι ένθους μαζί με κάποιον άλλο, καταλαμβάνομαι από θεϊκή έκσταση με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνθουσιάζω «βρίσκομαι σε έκσταση, καταλαμβάνομαι από θεϊκή μανία»].

Russian (Dvoretsky)

συνενθουσιάζω: совместно предаваться (вакхическим) восторгам, быть в исступлении, неистовствовать (θυρσοφορεῖν καὶ σ. Diod.).