σίραιον

Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῐ], τό,

   A new wine boiled down, Ar.V.878, Antiph.142, Alex. 127.8, 188, Nic.Al.153 (where ῑ, written ει), Gal.10.403; also of figs, Id.13.8,9:—also οἶνος σίραιος, Dsc.5.6, Aret.CA1.1; σίρινος, Eust.1385.14.

German (Pape)

[Seite 884] τό, auch σίραιος οἶνος u. σίρινος οἶνος, eingekochter Most; Ar. Vesp. 878, wo der Schol. erkl. τὸ ἑψημένον γλεῦκος, βραχὺ δὲ ἔχον παράπικρον ὅταν καθεψηθῇ; vgl. Antiphan. bei Ath. II, 68 a Eubul. IV, 170 c; Diosc.; sonst ἕψημα, sapa.

Greek (Liddell-Scott)

σίραιον: [ῐ], τό, ὁ νέος οἶνος βραζόμενος, μοῦστος βρασμένος, (Τουρκ. «πετμέζι»), Λατ. defrutum, Ἀριστοφ. Σφ. 878, Ἀντιφ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 2. 8, «Πονήρᾳ» 2. 3· ὡσαύτως, οἶνος σίραιος Διοσκ. 5. 9., Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, ἢ σίρινος Εὐστ. 1385. 14· ὡσαύτως ἐπὶ σύκων, Γαλην., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vin cuit, vin doux.
Étymologie: DELG étym. difficile.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)].

Greek Monotonic

σίραιον: [ῐ], τό, νέας εσοδείας κρασί που «βράζει» στο βαρέλι, μούστος, πετιμέζι, Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

σίραιον: (σῐ) τό вареное сусло Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίραιον -ου, τό [σιρός] stroop (ingekookte druivenpuree (most)).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: boiled wine (Antiph., Alex. Nic.); also σίραιος οἰ̃νος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perh. from σειρόω (s.v. Σείριος)

Middle Liddell

σί˘ραιον, ου, τό,
new wine boiled down, Lat. defrutum, Ar. [deriv. uncertain]