προεκκρούω
English (LSJ)
A push or drive out before, Vett. Val.337.12, D.C. 43.4.
German (Pape)
[Seite 719] (s. κρούω), vorher herausstoßen, Sp., wie D. Cass. 43, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προεκκρούω: ἐξωθῶ, ἐκδιώκω πρότερον, Δίων Κ. 43. 4.
Greek Monolingual
Α
εξωθώ, εκδιώκω προηγουμένως («προεκκρούσας τοὺς κατέχοντας τὸν λόφον», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκρούω «εξωθώ, εκβάλλω»].