προεκκρούω

Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A push or drive out before, Vett. Val.337.12, D.C. 43.4.

German (Pape)

[Seite 719] (s. κρούω), vorher herausstoßen, Sp., wie D. Cass. 43, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προεκκρούω: ἐξωθῶ, ἐκδιώκω πρότερον, Δίων Κ. 43. 4.

Greek Monolingual

Α
εξωθώ, εκδιώκω προηγουμένως («προεκκρούσας τοὺς κατέχοντας τὸν λόφον», Θεμίστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκρούω «εξωθώ, εκβάλλω»].