στόμωσις

Revision as of 13:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hardening of iron, making it into steel, PCair.Zen.782 (a).54 (iii B.C.), Supp.Epigr.4.447.42 (Didyma, ii B.C.); πελέκεως Plu.2.156b; δεῖσθαι στομώσεως Muson.Fr.18Ap.97H.; ὁ σίδηρος δέχεται τὴν στόμωσιν Plu.2.73c; metaph., στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν a mouth that hath much hardness of tongue, S.OC795; of the formation of the soul, καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῦ πνεύματος μεταβαλόντος Chrysipp.Stoic.2.222; strengthening, Dam.Pr.414.    2 surgical opening, τοῦ ἀποστήματος, τοῦ σπλάγχνου, Heliod. ap. Orib.44.10.4, 13.4.

German (Pape)

[Seite 948] εως, ἡ, das Spitzen, Schärfen, Stählen; Plut. discr. am. et ad. 50; Muson. bei Stob. fl. 17, 43 g. E. – Uebertr., στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν, Soph. O. C. 799, der viele Redekraft hat; vgl. Schol. Ar. Nubb. 1092.

Greek (Liddell-Scott)

στόμωσις: -εως, ἡ, (στομόω) ἡ σκλήρυνσις τοῦ σιδήρου ὥστε νὰ δύνηται νὰ ἀκονηθῇ, ἡ μεταβολὴ τοῦ σιδήρου εἰς χάλυβα, πελέκεως Πλούτ. 2. 156Β· δεῖσθαι στομώσεως Μουσῶν. παρὰ Στοβ. 160. 55· δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Πλούτ. 2. 73C, κτλ.· - μεταφορ., στόμα πολλὴν στόμωσιν ἔχον, πολλὴν ὀξύτητα γλώσσης, Σοφ. Ο. Κ. 795· πρβλ. ὀξῦναι στόμα ἐν Τρ. 1176, καὶ ἴδε ἀναστομόω.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de tremper le fer, trempe ; fig. στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν SOPH langue bien affilée.
Étymologie: στομόω.

Greek Monotonic

στόμωσις: -εως, ἡ, σκλήρυνση σιδήρου, ώστε με το ακόνισμα να αποκτήσει αιχμηρή κόψη, μεταβολή του σιδήρου σε χάλυβα· μεταφ., πολλὴν στόμωσιν ἔχειν, έχω κοφτερή γλώσσα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

στόμωσις: εως ἡ
1) закалка (πελέκεως Plut.): δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Plut. приобретать закалку;
2) заостренность, острота: στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν Soph. сильно изощренный язык.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στόμωσις -εως, ἡ [στομόω] het harden (van ijzer); overdr.: στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν een mond met een ijzerscherpe tong Soph. OC 795.

Middle Liddell

στόμωσις, εως, στομόω
a furnishing with a sharp edge: metaph., πολλὴν στόμωσιν ἔχειν to have a sharp edge, Soph.