στομόω
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
(στόμα)
A muzzle or gag, Hdt.4.69:—Pass., πώλους . . φιμοῖσιν . . ἐστομωμένας having their mouths muzzled, A.Fr.326.
II (στόμα ΙΙ) furnish with a mouth or furnish with an opening, λιμένα Poll.2.100.
2 Medic.,= ἀναστομόω, open, either by the knife, or by plasters, Hp. Art.40, cf. Heliod. ap. Orib.44.8.21; dilate, of the womb, Hp.Mul.1.25 (Pass.).
3 metaph., provide with a mouth, i.e. with eloquence, prob. in E.Cret.44 (Pass.).
III (στόμα III.1) of iron, harden, make into steel, in Pass., Ph.Bel.102.20, Plu.2.943e; [ἔγχος] ἐστομωμένον Epigr.Gr.790.5 (Achaea); Chrysippus compared the creation of the soul to the hardening of πνεῦμα in the cold air, Stoic.2.134, 222.
2 metaph., steel, harden, train for anything, Ar.Nu.1108,1110; σ. στομάχους Muson.Fr.18Ap.97H. (Pass.):—Pass., στομοῦσθαι καὶ κρατύνεσθαι [τὰ βρέφη] Plu.Lyc.16.
IV ἀκοντισταῖς τὴν οὐραγίαν καὶ τὰς πλευρὰς σ. edge, fringe, fence with javelin-men, Id.Ant.42; so perhaps, in Pass., [δράκαινα] ἐχίδναις ἐστομωμένη E.IT287.
German (Pape)
[Seite 948] 1) den Mund verstopfen; ἐμπεδήσαντες αὐτοὺς καὶ στομώσαντες, Her. 4, 69; ὃς εἶχε πώλους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας, denen die Mäuler mit Maulkörben verschlossen waren, Aesch. frg. 330. – 2) mit einim Munde, einer Öffnung versehen; bei den Me dic. = offnen Leib machen. – 3) mit einer Spitze, Schärfe versehen, stählen, von δναις εἰς ἔμ' ἐστομωμένη, Eur. I. T. 287; bes. von der Rede, beredt machen, τινά, Ar. Nubb. 1092. 1094, Schol. ὀξύνειν, εὔστομον ποιεῖν, ἀκονᾶν; u. so übh. abrichten zu Etwas, z. B. πρὸς μουσουργίαν, Sp.; stärken, στομοῦσθαι καὶ κρατύνεσθαι τὴν ἕξιν, Plut. Lyc. 16; σφενδονήταις καὶ ἀκοντισταῖς τὴν οὐραγίαν, Ant. 42.
French (Bailly abrégé)
στομῶ :
I. fermer la bouche à, acc.;
II. munir d'une pointe, d'un tranchant, d'où
1 fig. aiguiser l'esprit ou la langue de, acc. ; p. anal. armer comme d'une pointe aiguë;
2 tremper (le fer), fig. fortifier.
Étymologie: στόμα.
Greek Monolingual
στομῶ, στομόω, ΝΜΑ στόμα
βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο κοφτερός («στόμωσε το μαχαίρι και δεν κόβει καλά»)
2. αποστομώνω κάποιον, τον αναγκάζω να σωπάσει («τον στόμωσε με τις βρισιές της»)
νεοελλ.-μσν.
(μτβ.) αμβλύνω εργαλείο, το κάνω λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το ψαλίδι κόβοντας χαρτόνια»)
αρχ.
1. φιμώνω, κλείνω το στόμα κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας ὀπίσω δήσαντες καὶ στομώσαντες», Ηρόδ.)
2. ανοίγω στόμιο, δημιουργώ άνοιγμα («λιμένα στομοῦν», Πολυδ.)
3. κάνω διάνοιξη με χειρουργική επέμβαση ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει στένωση
4. μτφ. προλέγω
5. καθιστώ κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, του μαθαίνω να χρησιμοποιεί με ευστροφία τον λόγο
6. ασκώ, εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι
7. σχηματίζω φραγμό («άκοντισταῖς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῦν», Πλούτ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στομόω [στόμα] een prop in de mond stoppen. Hdt. 4.69.1. milit. versterken (een leger aan de buitenzijdes); Plut. Ant. 42.1; overdr. pass.. δειναῖς ἐχίδναις εἰς ἐμ’ ἐστομωμένη (een draak) met haar bek rondom versterkt door adders tegen mij gericht Eur. IT 287. harden; van ijzer, overdr. van pers. scherp maken, slijpen, van wapens, overdr. van levende wezens. geneesk. openen, een opening maken in.
Russian (Dvoretsky)
στομόω:
1 затыкать рот (πῶλοι φιμοῖσιν ἐστομωμέναι Aesch.): σ. τινα Her. затыкать рот кому-л.;
2 закалять (τὸν βαπτόμενον σίδηρον, перен. τὸ πνεῦμα τῇ περιψύξει Plut.);
3 заострять, перен. делать метким, хлестким (τὸν λόγον Plut.);
4 школить, муштровать (τινα Arph.);
5 ощетинивать, вооружать, перен. укреплять (τὰς πλευρὰς ἀκοντισταῖς Plut.): ἐχίδναις ἐστομωμένος Eur. ощетинившийся змеями.
Greek (Liddell-Scott)
στομόω: μέλλ. -ώσω, (στόμα) φιμώνω, κλείω τὸ στόμα, ἐμφράττω, Ἡρόδ. 4. 69· Παθ., πώλους.. φιμοῖσιν.. ἐστομωμένας, ἐχούσας τὰ στόματα ἠσφαλισμένα διὰ φιμώτρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341. ΙΙ. (στόμαΙΙ) σχηματίζω στόμα ἢ ἄνοιγμα, λιμένα Πολυδ. Β΄, 100· ὡσαύτως, 2) ἀναστομόω, ἀνοίγω, πλατύνω, ἐπὶ ἰατρικῆς σημασίας, εἴτε διὰ μαχαιρίου εἴτε διὰ φαρμάκων, σκληρύνω αὐτὸν ὥστε νὰ δύναται νὰ ἀκονηθῇ, νὰ ὀξυνθῇ, κάμνω αὐτὸν χάλυβα, Πλούτ. 2. 943D, 946C, Φίλων Βελοπ. 104Β. Παθ., ἔγχος ἐστομωμένον Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 790. 5. 2) μεταφορ., σκληρύνω, παρασκευάζω πρός τι, Ἀριστοφ. Νεφ. 108, 1110· στ. στομάχου Μουσών. παρὰ Στοβ. 160 ἐν τέλ. - Παθ., στομοῦται φύσις πρός τι Φίλων 1. 625· στομοῦσθαι καὶ κρατύνεσθαι [τὰ βρέφη] Πλουτ. Λυκοῦργ. 16. IV. ἀκοντισταῖς τὴν οὐραγίαν καὶ τὰς πλευρὰς στ., σχηματίζω στόμα, φραγμὸν μὲ ἄνδρας ἀκοντιστάς, Πλουτ. Ἀντών. 42· οὕτως ἴσως ἐν τῷ παθ., (δράκαινα) ἐχίδναις ἐστομωμένη Εὐρ. Ι. Τ. 287.
Greek Monotonic
στομόω: μέλ. -ώσω (στόμα)·
I. κλείνω το στόμα κάποιου, τον εμποδίζω να φωνάξει, φιμώνω, σε Ηρόδ.
II. = (στόμα II), εφοδιάζω με αιχμή· μεταφ., ατσαλώνω, σκληραίνω τον σίδηρο ώστε να μπορεί να ακονιστεί και να αποκτήσει αιχμή, προετοιμάζω κάποιον ή κάτι για οποιαδήποτε πράξη ή χρήση, δυναμώνω, ενισχύω, ισχυροποιώ, σε Αριστοφ. — Παθ., σε Πλούτ.
III. περιτειχίζω, περιφράζω, οχυρώνω, στον ίδ. — Παθ., (δράκαινα) ἐχίδναις ἐστομωμένη, σε Ευρ.
Middle Liddell
στόμα
I. to muzzle or gag, Hdt.
II. (στόμα II) to furnish with an edge: metaph. to steel, harden, train for anything, Ar.:—Pass., Plut.
III. to fringe, fence, Plut.; Pass., δράκαινα ἐχίδναις ἐστομωμένη Eur.