τετράπολος

Revision as of 13:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A turned up or ploughed four times, Theoc.25.26.

German (Pape)

[Seite 1099] viermal gewendet oder gepflügt, Theocr. 25, 26.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπολος: [ᾰ], -ον, ὁ τετράκις ἀρηρομένος, ὁ τέσσαρας φορὰς «ὠργωμένος», Θεόκρ. 25. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
façonné ou labouré quatre fois.
Étymologie: τέσσαρες, πολέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει καλλιεργηθεί τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πολος (< πόλος «οργωμένη γη»), πρβλ. δί-πολος].

Greek Monotonic

τετράπολος: [ᾰ], -ον (πολέω), αυτός που έχει οργωθεί με άροτρο τέσσερις φορές, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τετράπολος: (ᾰ) четырежды обработанный (νειός Theocr.).

Middle Liddell

τετρά-˘πολος, ον, πολέω
turned up or ploughed four times, Theocr.