ον, (ξέω)
A scraping cheese, Sch.D ll.11.639.
τῡροξόος: -ον, (ξέω) ὁ ξέων τυρόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 639, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Λέξ. κνῆστις.
-ον Α(για πρόσ.) αυτός που ξύνει, που τρίβει τυρί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -ξόος (< ξέω), πρβλ. λιθο-ξόος.