νυκτινόμος

Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A feeding by night, Arist.HA616b25, Plu. 2.286b, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐνόμος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ νεμόμενος, ἐπὶ τῶν νυκτοβίων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, Πλούτ. 2. 286Β, κτλ.· ― ὡσαύτως νυκτο-νόμος, ον Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 65.

Greek Monolingual

-ο, αρσ. και νυκτίνομος (Α νυκτινόμος και νυκτονόμος, -ον)
(για ζώα) αυτός που αναζητεί την τροφή του κατά τη νύχτα («τὰ νυκτινόμα τῶν ζῴων», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -νόμος].