παντομιγής

Revision as of 13:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A mixed of everything: hence, rich in variety of produce, χωρίον Eun.Hist.p.254 D.; χρῆμά τι πρὸς ἅπασαν ἀρετὴν π., of a person, Id.VSp.457 B.

German (Pape)

[Seite 464] ές, aus od. von Allem gemischt, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

παντομῐγής: -ές, ὁ ἐκ πάντων μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Συνεσ. Ὕμν. 7. 14, Εὐνάπ. τ. 1, σ. 513, 10.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ανάμικτος από όλα τα είδη
2. πλούσιος σε ποικιλία προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μιγής (< μείγνυμή, πρβλ. πολυ-μιγής.