παντομιγής

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντομῐγής Medium diacritics: παντομιγής Low diacritics: παντομιγής Capitals: ΠΑΝΤΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: pantomigḗs Transliteration B: pantomigēs Transliteration C: pantomigis Beta Code: pantomigh/s

English (LSJ)

παντομιγές, mixed of everything: hence, rich in variety of produce, χωρίον Eun.Hist.p.254 D.; χρῆμά τι πρὸς ἅπασαν ἀρετὴν π., of a person, Id.VSp.457 B.

German (Pape)

[Seite 464] ές, aus od. von Allem gemischt, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

παντομῐγής: -ές, ὁ ἐκ πάντων μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Συνεσ. Ὕμν. 7. 14, Εὐνάπ. τ. 1, σ. 513, 10.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ανάμικτος από όλα τα είδη
2. πλούσιος σε ποικιλία προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μιγής (< μείγνυμή, πρβλ. πολυμιγής.