προεκπλέω

Revision as of 14:06, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A sail out before, Plu.Arist.23, Nic.20.

German (Pape)

[Seite 719] (s. πλέω), vorher zu Schiffe auslaufen, Plut. Nic. 20.

Greek (Liddell-Scott)

προεκπλέω: ἐκπλέω πρότερον, Πλουτ. Ἀριστείδ. 23, Νικ. 20.

French (Bailly abrégé)

sortir du port auparavant ou le premier.
Étymologie: πρό, ἐκπλέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
εκπλέω, αποπλέω προηγουμένως.

Greek Monotonic

προεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω προς τα έξω από πριν, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκπλέω vooraf uitvaren.

Russian (Dvoretsky)

προεκπλέω: отплывать раньше Plut.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
to sail out before, Plut.