προσκατατίθημι

Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A pay down besides or as a further deposit, τριώβολον Ar.Nu.1235; π. ἀργύριον μισθόν Pl.Thg.128a: metaph., add a remark, Gal.6.9.

German (Pape)

[Seite 768] (s. τίθημι), noch dazu niederlegen, erlegen, baar bezahlen; Ar. Nubb. 1216; μισθόν, Plat. Theag. 128 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατατίθημι: καταβάλλω, πληρώνω προσέτι, ἢ ὡς πρόσθετον καταβολήν, τριώβολον Ἀριστοφ. Νεφ. 1235· ἀργύριον πρ. μισθὸν Πλάτ. Θεάγ. 128Α.

French (Bailly abrégé)

déposer en outre (une somme d’argent).
Étymologie: πρός, κατατίθημι.

Greek Monolingual

Α κατατίθημι
1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.)
2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση.

Greek Monotonic

προσκατατίθημι: μέλ. -θήσω, πληρώνω επιπλέον, ή ως πρόσθετη καταβολή, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-κατατίθημι ook nog betalen.

Russian (Dvoretsky)

προσκατατίθημι: дополнительно вносить, уплачивать (ἀργύριον μισθόν Plat.; τριώβολον Arph.).

Middle Liddell

fut. -θήσω
to pay down besides or as a further deposit, Ar.