ἡμερολογέω

Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to count by days, τὸν χρόνον Hdt.1.47.

German (Pape)

[Seite 1166] nach Tagen zählen, τὸν χρόνον, Her. 1, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερολογέω: ἀριθμῶ κατὰ ἡμέρας, τὸν χρόνον Ἡρόδ. 1. 47.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
compter jour par jour, acc..
Étymologie: ἡμέρα, -λογος de λέγω³.

Greek Monotonic

ἡμερολογέω: (λέγω), αριθμώ κατά ημέρες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερολογέω: считать по дням (τὸν χρόνον Her.).

Middle Liddell

ἡμερο-λογέω, λέγω
to count by days, Hdt.