φυσητήριον

Revision as of 14:48, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Dor. φυσᾱτ-, τό,

   A wind-instrument, pipe, Ar.Lys.1242 (pl.); gloss on φυσαλλίδες, Hsch.    II = spiramentum, Gloss.    III a furnace with bellows, opp. αὐτοματάρειον, Olymp.Alch.p.91 B.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, 1) Blasebalg, Fächer, um Feuer anzufachen. – 2) Blasinstrument, s. φυσατήριον. – 3) Luftloch, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσητήριον: Δωρ. φῡσᾱτ-, τό, ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, αὐλός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1242. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φυσαλλίδες, φυσητήρια, αὐλοί».

Greek Monolingual

και δωρ. τ. φυσατήριον, τὸ, Α
1. πνευστό μουσικό όργανο
2. φυσαλλίδα
3. αναπνοή
4. κλίβανος, φούρνος με φυσερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. -τήριον].

Russian (Dvoretsky)

φῡσητήριον: дор. φῡσᾱτήριον τό сопелка, дудка Arph.