ἀνελλήνιστος

Revision as of 14:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A not Grecian, S.E.M.1.181, Phryn.300, EM777.53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελλήνιστος: -ον, ὁ μὴ Ἑλληνικός, τί τέ ἐστιν Ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμμ. 181, σ. 255.

Spanish (DGE)

-ον
no griego τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον S.E.M.1.181, cf. Phryn.299, EM 777.53G.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνελλήνιστος, -ον) ελληνίζω
1. μη ελληνικός, μη σύμφωνος με τους κανόνες της Ελληνικής, σόλοικος ή βάρβαρος
2. αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική γλώσσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνελλήνιστος: Sext. = ἀνέλλην.