ελληνίζω

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170

Greek Monolingual

(AM ἑλληνίζω)
νεοελλ.
μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ.
αρχ.-μσν.
γίνομαι ειδωλολάτρης
αρχ.
1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά
2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό της ελληνικής γλώσσας
3. μιλώ την κοινή Ελληνική
4. ευνοώ τους Έλληνες
5. μετατρέπω κάτι σε ελληνικό
6. παθ. μαθαίνω την ελληνική γλώσσα.

Translations

Hellenize

Catalan: hel·lenitzar; Czech: helenizovat; Finnish: hellenisoida, kreikkalaistaa; French: helléniser; German: hellenisieren; Greek: ελληνίζω; Ancient Greek: Ἑλληνίζω, ἑλληνίζω, ἀφελληνίζω, ἐξελληνίζω; Italian: ellenizzare, grecizzare; Portuguese: helenizar; Spanish: helenizar; Turkish: Helenize etmek, Yunanlaştırmak; Vietnamese: Hy Lạp hóa, Hi Lạp hóa