ελληνίζω
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
Greek Monolingual
(AM ἑλληνίζω)
νεοελλ.
μιμούμαι τους Έλληνες στη γλώσσα, στον τρόπο ζωής κ.λπ.
αρχ.-μσν.
γίνομαι ειδωλολάτρης
αρχ.
1. μιλώ και γράφω σωστά τα Ελληνικά
2. (για λόγο) διατυπώνομαι κατά το τυπικό της ελληνικής γλώσσας
3. μιλώ την κοινή Ελληνική
4. ευνοώ τους Έλληνες
5. μετατρέπω κάτι σε ελληνικό
6. παθ. μαθαίνω την ελληνική γλώσσα.
Translations
Hellenize
Catalan: hel·lenitzar; Czech: helenizovat; Finnish: hellenisoida, kreikkalaistaa; French: helléniser; German: hellenisieren; Greek: ελληνίζω; Ancient Greek: Ἑλληνίζω, ἑλληνίζω, ἀφελληνίζω, ἐξελληνίζω; Italian: ellenizzare, grecizzare; Portuguese: helenizar; Spanish: helenizar; Turkish: Helenize etmek, Yunanlaştırmak; Vietnamese: Hy Lạp hóa, Hi Lạp hóa