ἀσκοπυτίνη

Revision as of 15:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A leathern canteen, Antiph.150, Men.266, LXX Ju. 10.5.

German (Pape)

[Seite 372] ἡ, ein mit Leder überzogenes Trinkgeschirr, Antiph. bei Poll. 10, 73; auch Iudith. 10, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκοπῡτίνη: [ῑ], ἡ, πυτίνη ἐν εἴδει ἀσκοῦ, δερμάτινος οἰνοφόρον ἀγγεῖον, Ἀντιφάν. ἐν «Μελεάγρῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 6, Ἑβδ.

Spanish (DGE)

(ἀσκοπῡτίνη) -ης, ἡ

• Prosodia: [-ῑ-]
cantimplora de cuero, bota Antiph.150, Men.Fr.232, οἴνου LXX Iu.10.5, ἡμιχόεια PCair.Zen.353.16 (III a.C.).

Greek Monolingual

ἀσκοπυτίνη, η (Α)
δερμάτινο παγούρι για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πυτίνη, η «μπουκάλα, νταμιτζάνα»].