ἀσκοπυτίνη
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, leather canteen, leather canteen, Antiph.150, Men.266, LXX Ju. 10.5.
Spanish (DGE)
(ἀσκοπῡτίνη) -ης, ἡ
• Prosodia: [-ῑ-]
cantimplora de cuero, bota Antiph.150, Men.Fr.232, οἴνου LXX Iu.10.5, ἡμιχόεια PCair.Zen.353.16 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 372] ἡ, ein mit Leder überzogenes Trinkgeschirr, Antiph. bei Poll. 10, 73; auch Iudith. 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκοπῡτίνη: [ῑ], ἡ, πυτίνη ἐν εἴδει ἀσκοῦ, δερμάτινος οἰνοφόρον ἀγγεῖον, Ἀντιφάν. ἐν «Μελεάγρῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Καρχηδονίῳ» 6, Ἑβδ.
Greek Monolingual
ἀσκοπυτίνη, η (Α)
δερμάτινο παγούρι για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + πυτίνη, η «μπουκάλα, νταμιτζάνα»].