ἄφεδρος

Revision as of 15:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A menses muliebres, LXXLe.15.19, al., Dsc.2.75, Gal.14.208.    II Εἰλειθυίας ἄ. exudation from silver fir, Thphr.HP5.9.8.

German (Pape)

[Seite 408] ἡ, sc. κάθαρσις, monatliche Reinigung, während deren die Frauen bei den Juden getrennt saßen, LXX.; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφεδρος: ἡ, ἡ ἔμμηνος κάθαρσις τῶν γυναικῶν, Ἑβδ. (Λευ. ιεʹ, 19, κ. ἀλλ.) Διοσκ. 2. 85.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
I menstruación, menstruo LXX Le.15.19, Dsc.2.75, Gal.14.208.
II bot.
1 Εἰλειθυίας ἄ. cierta resina Thphr.HP 5.9.8.
2 marrubio, Marrubium vulgare L., Ps.Dsc.3.105, Ps.Apul.Herb.45.29.

Greek Monolingual

ἄφεδρος, η (Α)
η περίοδος της γυναίκας, η εμμηνορρυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (πρβλ. απο) + -εδρος < έδρα (πρβλ. ένεδρος, έφεδρος κ.ά.)].