ἐκτελέθω

Revision as of 15:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A spring from, τινός Emp.17.10.

German (Pape)

[Seite 780] entstammen, τινός, Empedocl. 49.101.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτελέθω: παράγομαι, ἠδὲ πάλιν διαφύντος ἑνός, πλέον’ ἐκτελέθουσιν Ἐμπεδ. 70. 155.

Spanish (DGE)

resultar, venir a ser διαφύντος ἑνὸς πλέον' ἐκτελέθουσι Emp.B 17.10, B 26.9.

Greek Monolingual

ἐκτελέθω (Α)
παράγομαι, φυτρώνω, βλαστάνω, πηγάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτελέθω: происходить, возникать (τινός Emped. ap. Arst.).