ἐπιίστωρ

Revision as of 15:13, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A privy to a thing: c.gen., μεγάλων ἔργων ἐ. privy to great works (i.e. the robbery of the mares), Od.21.26; so τεῶν μύθων ἐ. A.R.4.89: abs., ib.16.    2. acquainted with, practised in, δίσκων, γεωμετρίης, AP11.371 (Pall.), App.Anth.7.2 (Euc.); σοφίης IG3.946, cf. Doroth.in Cat.Cod.Astr.2.172.

German (Pape)

[Seite 944] ορος, der um Etwas weiß, kundig, erfahren; bei Hom. einmal, Odyss. 21, 26, φῶθ' Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων, den großer Thaten kundigen, entweder = den Vollbringer großer, tapferer Thaten, oder = den Mitwisser eines Verbrechens, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109. – Sp. D., z. B. δίσκων Pallad. 27 (XI, 371, vgl. XV, 13); θήρης Qu. Sm. 5, 203; mitwissend, Ap. Rh. 4, 16; Zeuge, 4, 87.

English (Autenrieth)

ορος (root ϝιδ): conscious of, accomplice in, Od. 21.26†.

Greek Monolingual

ἐπιίστωρ, ο (Α)
1. μυημένος σε κάτι, γνώστης, έμπειρος, ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», Ομ. Οδ.)
2. επιστήμονας («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίστωρ, το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (Fιδ-) του θέματος Fειδ- του ρ. oίδα «γνωρίζω»].

Greek Monotonic

ἐπιίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ,
1. μυημένος σε κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
2. ειδήμων, έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐπι-ίστωρ, ορος,
1. privy to a thing, c. gen., Od.
2. acquainted with, practised in a thing, c. gen., Anth.