ἐπιχλιαίνω

Revision as of 15:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A warm on the surface or slightly, Luc.Alex.21:—Pass., grow warm, Hp.Coac.611.

German (Pape)

[Seite 1004] auf der Oberfläche, darauf warm machen, erwärmen, τῇ βελόνῃ τὸν κηρὸν ἐπιχλιάνας Luc. Alex. 21. – Pass. wärmer werden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχλιαίνω: θερμαίνω τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπιχλιάνας τὸν κηρὸν Λουκ. Ἀλέξ. 21. ― Παθ., θερμαίνομαι, γίνομαι θερμός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 219.

French (Bailly abrégé)

faire chauffer à la surface.
Étymologie: ἐπί, χλιαίνω.

Greek Monolingual

ἐπιχλιαίνω (Α)
1. θερμαίνω την επιφάνεια («ἐπιχλιάνας τὸν κηρόν», Λουκιαν.)
2. παθ. ἐπιχλιαίνομαι
έχω πυρετό («μετὰ κεφαλαλγίης τὸ ἐπιχλιαίνεσθαι ὀλέθριον», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

ἐπιχλιαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ζεσταίνω ελαφρώς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχλιαίνω: нагревать, подогревать (τῇ βελόνῃ - sc. πεπυρωμένῃ - τὸν κηρόν Luc.).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to warm slightly, Luc.