ὀλιγοδάπανος
English (LSJ)
[δᾰ], ον,
A consuming or spending little, Suid. s.v. εὐτελής.
German (Pape)
[Seite 320] wenig verzehrend, aufwendend, Erkl. von εὐτελής, E. M., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοδάπᾰνος: -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. εὐτελής.
Greek Monolingual
και λιγοδάπανος, -η, -ο (Α ὀλιγοδάπανος, -ον)
αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος
νεοελλ.
αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δαπάνη, πρβλ. πολυ-δάπανος.