ἀντεπάγω

Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A lead against: abs. (sc. στρατόν or the like ), advance against, advance to meet an enemy, Th.4.124, Plb.12.18.11, etc.    II inflict in return, ποινήν τινι Aristaenet.2.9.    III introduce as a counter-measure, ἀλεξήματα Onos.30. ἀντεπακτέον,

   A one must march against, πρός τινα Id.21.6.

German (Pape)

[Seite 246] (s. ἄγω), dagegen zum Angriff führen, Arr.; ἀντ. ποινήν τινι, Einem eine Buße dafür auflegen, Aristaen. 2, 9. – Gew. (sc. τὸν στρατόν) intrans., dagegen, d. i. gegen einen anrückenden Feind ebenfalls anrücken, Thuc. 4, 124; Pol. 12, 18; Luc Tox. 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπάγω: (ἐξυπακ. Στρατὸν ἢ ἄλλο τι ὅμοιον) = ἄγω τὸν στρατὸν ἐναντίον ἐπερχομένων πολεμίων, Θουκ. 4. 124, Πολύβ. 12. 18, 11, κτλ. ΙΙ. ἀντεπιβάλλω, ποινήν τινι Ἀρισταίν. 2. 9.

French (Bailly abrégé)

conduire (des troupes) contre, marcher contre.
Étymologie: ἀντί, ἐπάγω.

Spanish (DGE)

1 c. ac. y dat. pers. dirigir a su vez en contra οἷς τοὺς Ῥωμαίους ... ἀντεπαγαγών D.C.Epit.7.13.8, πόδα γὰρ ἀντὶ ποδός ... ἀντεπάγειν ... τοῖς ἀδικοῦσιν ἐκέλευε (la ley) ordenaba tomar represalias contra los que causan mal Cyr.Al.M.74.589A
abs. contraatacar ἀντεπαγαγόντες Th.4.124, τοὺς δὲ γενναίως δεξαμένους ἀντεπάγειν Callisth.Olynth.35.
2 fig. imponer a su vez ποινήν τινι Aristaenet.2.9.8
introducir a su vez ἡ δὲ πίστις ἕδρασμα ἀγάπης ἀντεπάγουσα τὴν εὐποιίαν Clem.Al.Strom.2.6.30
introducir como medida contraria ἀλεξήματα Onas.30
objetar a su vez τὴν ἴσην ... πρότασιν Cyr.Al.M.75.88C.

Greek Monolingual

ἀντεπάγω (Α)
1. οδηγώ τον στρατό εναντίον επερχόμενων εχθρών
2. επιβάλλω κι εγώ κάποια ποινή.

Greek Monotonic

ἀντεπάγω: μέλ. -ξω, οδηγώ εναντίον· αμτβ., προελαύνω ενάντια σε, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπάγω: идти в (контр)атаку Thuc., Polyb., Luc.

Middle Liddell


to lead against: intr. to advance against, Thuc.