ἐξανδραπόδισις

Revision as of 15:37, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A selling into slavery, Hdt.3.140.

German (Pape)

[Seite 868] ἡ, das zu Sklaven Machen, Her. 3, 140.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, τὸ ἀνδραποδίζειν τινά, καθιστᾶν αὐτὸν δοῦλον ἢ πωλεῖν αὐτὸν ὡς δοῦλον, Ἡρόδ. 3. 140.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’emmener ou de réduire en servitude.
Étymologie: ἐξανδραποδίζω.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ
esclavitud, ἄνευ τε φόνου καὶ ἐξανδραποδίσιος Hdt.3.140.

Greek Monotonic

ἐξανδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, πώληση σκλάβων, δουλεμπόριο, σκλαβοπάζαρο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανδρᾰπόδισις: ιος ἡ обращение в рабство, порабощение Her.

Middle Liddell

ἐξανδρᾰπόδισις, εως [from ἐξανδρᾰποδίζω] n
a selling for slaves, Hdt.