ἐρικύμων

Revision as of 15:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῡ], ον, (κύω)

   A big with young, ἐ. φέρματι γένναν A.Ag.119 codd. recc. (ἐρικύματα cod. Med.).

German (Pape)

[Seite 1029] ον, sehr schwanger, d. i. sehr fruchtbar, Aesch. Ag. 118.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρικύμων: ῡ, ον, (κύω), σφόδρα ἐγκύμων, ἐρικύμονα φέρματα (φέρματι κῶδ.) Αἰσχύλ. Ἀγ. 119: ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγρ. ἔχει ἐρικύματα, ὁπόθεν ὁ Seidl. διώρθωσεν ἐρικυμάδα.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
très fécond.
Étymologie: ἐρι-, κύω.

Greek Monolingual

ἐρικύμων, -ον (Α)
αυτός που εγκυμονεί πολλά έμβρυα, πολύτοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -κύμων (< κύμα «κύημα»].

Greek Monotonic

ἐρικύμων: [ῡ], -ον (κύω) αυτός που κυοφορεί πολλά μικρά και γι' αυτό είναι μεγάλος σε μέγεθος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῐκύμων: ονος, v. l. ἐρικυμάς, άδος (ῡ) adj. f беременная многими детенышами, многоплодная Aesch.

Middle Liddell

[κύω]
big with young, Aesch.