ὑπεξερύω

Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A dragout and away, [τὸν νεκρὸν] ὑπεξείρυσαν Hdt.7.225:— Med., πατέρα . . ὑπεξείρῡτο φόνοιο A.R.2.1181.

German (Pape)

[Seite 1188] ion. ὑπεξειρύω, darunter herausziehen, heimlich entreißen, Her. 7, 225; – med., Ap. Rh. 2, 1181.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξερύω: Ἰων. -ειρύω, ἐξέλκω, ἀποσύρω κάτωθέν τινος, ἀποσύρω κρυφίως, Ἡρόδ. 7. 225. - Μέσ., ὡς μὲν γὰρ πατέρ’ ὑμὸν ὑπεξείρῡτο φόνοιο μητρυιῆς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1184.

Greek Monolingual

και ιων. τ. ὑπεξειρύω Α
ὑπεξέλκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξερύω / ἐξειρύω «εκβάλλω, σύρω έξω»].

Greek Monotonic

ὑπεξερύω: Ιων. -ειρύω, μέλ. -σω, τραβώ, σύρω από κάτω, απομακρύνω κρυφά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεξερύω: ион. ὑπεξειρύω утаскивать, вырывать (sc. τὸν νεκρὸν τοῦ Λεωνίδεω Her.).

Middle Liddell

ionic -ειρύω fut. σω
to draw out from under, draw away underhand, Hdt.