ὁλάργυρος

Revision as of 15:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A of solid silver, Ptol.Euerg.9 J., Callix.2 ; νόμισμα Ph.2.276.

German (Pape)

[Seite 318] ganz silbern, τράπεζα, Ath. V, 199 c.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλάργῠρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὅλος ἐξ ἀργύρου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199C.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλάργυρος, -ον, Α και ὁλοάργυρος, -ον)
αυτός που είναι ολόκληρος κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ἄργυρος].