κενταυροκτόνος

Revision as of 15:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A Centaur-slaying, Lyc.670.

German (Pape)

[Seite 1417] Kentauren tödtend, Lycophr. 670.

Greek Monolingual

κενταυροκτόνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκοτώνει τους κενταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο-κτόνος, τυραννο-κτόνος.