καλαμοκόπος
English (LSJ)
ὁ,
A reed-cutter, BGU1529.2 (iii B.C.).
Greek Monolingual
καλαμοκόπος, ὁ (Α)
πάπ. εργαζόμενος στην κοπή καλαμιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ηλο-κόπος, ξυλο-κόπος.
ὁ,
A reed-cutter, BGU1529.2 (iii B.C.).
καλαμοκόπος, ὁ (Α)
πάπ. εργαζόμενος στην κοπή καλαμιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ηλο-κόπος, ξυλο-κόπος.