καλαμοκόπος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμοκόπος Medium diacritics: καλαμοκόπος Low diacritics: καλαμοκόπος Capitals: ΚΑΛΑΜΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: kalamokópos Transliteration B: kalamokopos Transliteration C: kalamokopos Beta Code: kalamoko/pos

English (LSJ)

ὁ, reed-cutter, BGU1529.2 (iii B.C.).

Greek Monolingual

καλαμοκόπος, ὁ (Α)
πάπ. εργαζόμενος στην κοπή καλαμιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ηλοκόπος, ξυλοκόπος.