κόλερος

Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

α, ον, (κόλος, ἔρος B)

   A short-wooled, οἶες Arist.HA596b5.    2 κολερά· νόθα, νωθρά, Hsch. (Accent varies in codd.; κόλερον Theognost.Can.131.)

Greek Monolingual

κόλερος, -α, -ον και κολερός, -ά, -όν (Α)
(για πρόβατα) αυτός που έχει κοντό τρίχωμα («εἰσὶ δ' εὐχειμερώτεραι αἱ πλατύκερκοι ὄϊες τῶν μακροκέρκων, καὶ αἱ κολεραὶ τῶν δασέων», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -ερος (< εἶρος «μαλλί»), πρβλ. έπ-ερος, εύ-ερος].